- λείπεται
- λείπωleavepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
недоста˫ати — НЕДОСТА|˫АТИ (4*), Ю, ѤТЬ гл. Недоставать, не хватать: что бо недостаеть д҃ши. КР 1284, 4а; недостаѥ(т) то же се мнѣти антиохо(м). бывшее. (λείπεται) ГБ XIV, 92в; елико преже погуби неду(г). нежели елико недугу недостае(т). (λείπεται) Там же,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
недостатъчьствовати — НЕДОСТАТЪЧЬСТВ|ОВАТИ (8), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1. Не иметь в достаточном количестве, в необходимой степени: вси же досто˫ани˫а ѥ˫а недостаточьствѹѥмъ. приѥмлюще блг(д)тию х(с)вою недостаткомъ исполнениѥ. (ἀπоλειπόμεϑα) ПНЧ 1296, 15; мнѣ же слово свое˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
недостати — НЕДОСТА|ТИ (22), НОУ, НЕТЬ гл. 1. Не хватить, оказаться недостаточным: Различье же ѥсть завѣту. и недоставшему в немь наполненiю. ˫ако въ завѣтѣ ѹбо и наслѣдника и подънаслѣднiка. достоино ѥсть писатi КР 1284, 306б; кѹпи ю [ризу] и давъ злато… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
оста˫ати — ОСТА|˫АТИ (9), Ю, ѤТЬ гл. 1.Оставлять: и тако остають. бл҃жны˫а надежа. и званы˫а [вм. звани˫а?] х(с)ва свершень˫а. ПНЧ к. XIV, 26а. 2. Оставаться: нъ и ты б҃аты ѹмреши. и остаѥть домъ твои. (μένει) СбТр XII/XIII, 15 об.; Сѣ˫аньемъ решетънымъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μονόζυξ — μονόζυξ, ό και ἡ (Α) 1. μόνος, μονάχος 2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει άντρα ή αυτή που τήν εγκατέλειψε ο άντρας της («εὐνατῆρα προπεμψαμένα λείπεται μονόζυξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό»), πρβλ. μελανό … Dictionary of Greek
Τίρυνθα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας. Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα… … Dictionary of Greek
λείπεθ' — λείπετε , λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπετε , λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπεται , λείπω leave pres ind mp 3rd sg λείπετο , λείπω leave imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λείπετε , λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπετ' — λείπετε , λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπετε , λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπεται , λείπω leave pres ind mp 3rd sg λείπετο , λείπω leave imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λείπετε , λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)